κληρονόμος

κληρονόμος
και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος)
1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών αὑτοῡ καταστήσας», Ισοκρ.)
2. αυτός στον οποίο μεταβιβάζεται ιδιότητα, σωματική ή ψυχική, από τους γονείς ή από τους προγόνους του («κληρονόμον γάρ σε καθίστησιν ὁ νόμος τῆς ἀτιμίας τῆς τοῦ πατρός», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. τέκνο, απόγονος («καλούς κληρονόμους» — ευχή προς νεονύμφους για να αποκτήσουν καλά τέκνα)
2. στον πληθ. οι κληρονόμοι
οι απόγονοι, οι επίγονοι, οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενεές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -νόμος (< νέμω «μοιράζω, διοικώ»), πρβλ. αστυ-νόμος, παιδο-νόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληρονόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμος — ο θηλ. κληρονόμος και κληρονόμα 1. αυτός που παίρνει περιουσία με κληρονομιά: Πέθανε ο θείος του και πήρε όλη την περιουσία του, γιατί ήταν ο μόνος κληρονόμος. 2. τέκνο: Να αποχτήσετε καλούς κληρονόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοις — κληρόνομος heir masc dat pl κληρονόμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμου — κληρόνομος heir masc gen sg κληρονόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμους — κληρόνομος heir masc acc pl κληρονόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμων — κληρόνομος heir masc gen pl κληρονόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμε — κληρονόμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοι — κληρονόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”